ζαχαρωτός

ζαχαρωτός
-ή, -ό
1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό
γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο
3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή
η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζαχαρωτός — ή, ό φτιαγμένος από ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρωτός — ή, ό, Ν 1. ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρωτό α) το ζαχαρωτό β) (φαρμ.) φάρμακο, χορηγούμενο από το στόμα, το οποίο περιέχει σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + κατάλ. ωτός (πρβλ. ζαχαρ ωτός, οδοντ ωτός). Η λ., στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαράτος — η, ο 1. που περιέχει ζάχαρη, ο κατασκευασμένος με ζάχαρη, ζαχαρωτός. 2. γλυκός. 3. το ουδ. ως ουσ., ζαχαράτο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”