- ζαχαρωτός
- -ή, -ό1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτόγλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτήη ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.